Η εκθαμβωτική υπόσχεση του φωτός μέσα από το αδιάφανο ορυκτό
Οι γλύπτες είναι συχνά αιχμάλωτοι του υλικού τους. Για να νικήσουν τις τεχνικές δυσκολίες, ίσως να κάνουν μεγαλύτερες υποχωρήσεις από τους ζωγράφους. Αργότερα, όταν το υλικό δαμαστεί και η ιδέα διοχετευθεί, υπάρχει ο κίνδυνος του ακαδημαïσμού της ίδιας τους της τεχνικής. Η επανάληψη αναπόφευκτη τους καραδοκεί: η γλυπτική, ιδίως η κλασσική, δυσκίνητη όταν αποκρυσταλλωθεί σε ένα στυλ, διαιωνίζεται και μοιραία γίνεται ανιαρή.
Γι αυτό και η γλυπτική του Φανακίδη μας δημιουργεί μιαν ευχάριστη έκπληξη. Ο γλύπτης, αν και παραμένει κλασσικός δεν είναι καθόλου δυσκίνητος. Παίζοντας με την φόρμα, πάει από την φιγούρα στην αφαίρεση και από την αφαίρεση στην φιγούρα. Από τον πολυεστέρα στον μπρούντζο, στο τσιμέντο, στη πέτρα. Από την μικρή φόρμα στην μεγάλη, από το οριζόντιο στο κάθετο, από το ήρεμο στο ανήσυχο, από φόρμες οργανικές και βιομορφικές σε σκληρά αφαιρετικά τετράγωνα. Πιστός στην φόρμα, δεν αφήνεται στην ευκολία του κολλάζ, της σύνδεσης από ήδη έτοιμα ξένα στοιχεία. Αρνούμενος την οποιαδήποτε οικειοποίηση, παραμένει κύριος και δημιουργός του υλικού και των μορφών του. Φαίνεται να δουλεύει για την διάρκεια και τα γλυπτά του αντιμετωπίζονται σαν έργα που πρέπει να μείνουν στον χρόνο, να γίνουν κομμάτια μουσειακά.
Η ιδέα του εφήμερου τού είναι ξένη, ωστόσο το αποτύπωμα δύο κορμιών από συρμάτινο δίχτυ, εύθραυστη μετασχηματιζόμενη εικόνα, χαïδεύει τον τοίχο του ατελιέ του. Σ' αυτό το ίδιο ατελιέ μπορεί να δεί κανείς τα πιό αντικρουόμενα πράγματα. Το βαρύ μνημειακό δίπλα στο ανάλαφρο που μόλις ισορροπεί: ένας αθλητής που τρέχει με τό 'να πόδι στην γη και τ' αλλο λυγισμένο πίσω και ψηλά εκφράζοντας την κίνηση έτσι όπως θ' άρεσε και στον Boccioni.
Η μακέττα για το μνημείο του Γοργοπόταμου: ένα είδος περάσματος με μελετημένο προσανατολισμό και με βαθειά κατανόηση του χώρου. Ο θεατής καλείται να διασχίσει τις οργανωμένες αφαιρετικές ογκώδεις φόρμες, να καταδυθεί δηλαδή στο αδιάφανο ορυκτό για να ξαναβρεί, αφού τις διασχίσει, την εκθαμβωτική υπόσχεση του φωτός.
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ένα στυλ. Αν υπάρχει ένα, είναι ίσως η άρνησή του, η πολυφωνία, το διαρκές ψάξιμο και ειδικά το εσωτερικό. Η ανάγκη να γίνει έκδηλη, να εκφραστεί μια εντύπωση.
Στο σύνολο των έργων γίνονται φανερές εξπρεσσιονιστικές και συμβολικές τάσεις που έχουν κάποιο κεντροευρωπαïκό χαρακτήρα, εφ' όσον ξέρουμε πως ο καλλιτέχνης έκανε τα πρώτα του βήματα στην τέχνη στην Βουλγαρία. Αυτές οι ίδιες τάσεις, στην αρχή ειπωμένες με συστολή και υπαινικτική διάθεση, στην συνέχεια εκρήγνυνται.
Η σημερινή δουλειά είναι πιο ελεύθερη και πιο προκλητική: ο άνθρωπος ριζωμένος με το τερατώδες πόδι, αλλά κυρίως η «κραυγή του λύκου» που θα μπορούσε να είναι μια αναφορά στον Francis Bacon.
Όλα σ' αυτό το γλυπτό συντείνουν στην πιο επώδυνη προσωποποίηση του ενστίκτου. Το κορμί γυμνό και διαβρωμένο δεν έχει χέρια ούτε πόδια. Η φοβερή στύση. Το κεφάλι του λύκου γυρισμένο προς τα πάνω βγάζει μια θρηνητική κραυγή. Όλη η φρικτή μοναξιά του απογυμνωμένου ενστίκτου ξεσπά ασυγκράτητη. Το θέμα της καταπιεσμένης φύσης, θέμα που βρίσκεται συχνά στα παλιά γλυπτά του Φανακίδη, με το ανθρώπινο στοιχείο λειωμένο κάτω από το βάρος της τεχνολογικής πόλης, παίρνει εδώ μια καινούργια δραματική αλλά και επαναστατική μορφή. Αυτή η κραυγή είναι σινιάλο και απελευθερωτικό μήνυμα μιας γλυπτικής που εκφράζοντας μια σύγχρονη αφωνία διεκδικεί τον χώρο της και την αυτονομία της.
Ευρυδίκη Trichon-Μιλσάνη